Κινεζική γλώσσα
Η Κινεζική (汉语 / 漢語, πινγίν: Hànyǔ, ή 中文, Zhōngwén) είναι γλώσσα (ή γλωσσική οικογένεια) που σχηματίζει τμήμα των Σινοθιβετικής οικογένειας γλωσσών. Περίπου 1.3 δισεκατομμύρια άτομα, το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού μιλά κάποια μορφή της Κινεζικής ως μητρική γλώσσα, ενώ βιώνει μεγάλη επέκταση ως ξένη γλώσσα λόγω της ταχύτατης ανέλιξης της Κίνας ως οικονομική και πολιτική υπερδύναμη. Ομιλείται κυρίως στη Κίνα, τη Ταϊβάν, την Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και το Μακάο, την Μαλαισία και από τις τεράστιες κοινότητες Κινέζων στο εξωτερικό. Παράλληλα ένα πολύ σημαντικό μέρος του λεξιλογίου στα ιαπωνικά, τα κορεατικά και τα βιετναμέζικα είναι κινεζικής προέλευσης.
Εν γένει όλες οι απαντώμενες μορφές της Κινεζικής είναι τονικές και αναλυτικές. Ωστόσο, η Κινεζική διακρίνεται επίσης για το υψηλό επίπεδο εσωτερικής διαφοροποίησης. Η τοπική διαφοροποίηση ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές/διαλέκτους είναι συγκρίσιμη με εκείνη των Ρωμανικών γλωσσών. Αρκετές παραλλαγές της ομιλούμενης Κινεζικής είναι αρκετά διαφορετικές, σε σημείο που ομιλητές μιας διαλέκτου δεν μπορούν να κατανοήσουν ομιλητές κάποιας άλλης. Σήμερα το κινεζικό κράτος προωθεί την διάλεκτο του Πεκίνου (Πουτόνγκχουα) εις βάρος των άλλων κινεζικών διαλέκτων, αν και η καντονέζικη χρησιμοποιείται σημαντικά στο Κουανγκτούνγκ από τις αρχές και ιδιαίτερα στο Χονγκ Κονγκ, αυτόνομη περιοχή της Κίνας. Οι ποικιλίες της κινεζικής γλώσσας συνήθως θεωρούνται από τους φυσικούς ομιλητές ως παραλλαγές μιας και μόνο γλώσσας. Λόγω της έλλειψης αμοιβαίας κατανοητότητάς τους, ωστόσο, ταξινομούνται ως ξεχωριστές γλώσσες σε μια οικογένεια από γλωσσολόγους. Η διερεύνηση των ιστορικών σχέσεων μεταξύ των ποικιλιών της γλώσσας μόλις ξεκινά. Επί του παρόντος, οι περισσότερες ταξινομήσεις ορίζουν 7 έως 13 κύριες περιφερειακές ομάδες με βάση τις φωνητικές εξελίξεις από τη Μέση Κινεζική, από τις οποίες η πιο ομιλούμενη μακράν είναι η Μανδαρινική (με περίπου 800 εκατομμύρια ομιλητές, ή 66%), ακολουθούμενη από τα κινεζικά Μιν (με 75 εκατομμύρια ομιλητές), τα κινεζικά γου (με 74 εκατομμύρια ομιλητές) και τα γιουέ (με 68 εκατομμύρια ομιλητές και κύριο εκπρόσωπο τα καντονέζικα ). Αυτοί οι κλάδοι δεν είναι κατανοητοί μεταξύ τους και πολλές από τις υποομάδες τους είναι μη κατανοητές με τις άλλες ποικιλίες του ίδιου κλάδου (π.χ. βόρεια - νότια Μιν). Υπάρχουν, ωστόσο, μεταβατικές περιοχές όπου ποικιλίες από διαφορετικούς κλάδους μοιράζονται αρκετά χαρακτηριστικά για κάποια περιορισμένη κατανοητότητα, όπως οι διάλεκτοι Νέου Σιανγκ με τα νοτιοδυτικά Μανδαρινικά, τα Γου της Σουαντσόου με τα Μανδαρινικά του Κάτω Γιανγκτσέ, τα Τζιν με τα Μανδαρινικά των Κεντρικών Πεδιάδων και ορισμένες αποκλίνουσες διαλέκτους των Χάκκα με τα Γκαν (αν και αυτά είναι μη κατανοητές με τα κυρίως Χάκκα). Όλες οι ποικιλίες κινέζικων είναι τονικές σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον και είναι σε μεγάλο βαθμό αναλυτικές.
Γενικά η γλώσσα αποτελείται από χαρακτήρες-λέξεις χωρίς μέρη του λόγου (κλιτά ή άκλιτα). Η σημασία μιας λέξης καθορίζεται από το σύνολο των λέξεων μέσα στη φράση. Έτσι η λέξη "τρέχω" μπορεί να σημαίνει έτρεχα, θα τρέξεις, η τρέχουσα, ο δρομέας κ.λ.π. ανάλογα τη θέση της μέσα στη φράση και τις λέξεις που την περιβάλλουν. Η σειρά των λέξεων είναι υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο.
Οι αρχαιότερες κινεζικές γραπτές καταγραφές είναι επιγραφές σε μαντεία δυναστείας των Σανγκ, οι οποίες μπορούν να χρονολογηθούν στο 1250 π.Χ. Οι φωνητικές κατηγορίες των παλαιών κινεζικών μπορούν να ανακατασκευαστούν από τις ρίμες της αρχαίας ποίησης. Κατά την περίοδο των βόρειων και νότιων δυναστειών, η μέση κινεζική πέρασε από αρκετές φθογγικές μεταβολές και χωρίστηκαν σε διάφορες ποικιλίες μετά από παρατεταμένο γεωγραφικό και πολιτικό διαχωρισμό. Το τσιεγιούν, ένα λεξικό, κατέγραψε έναν συμβιβασμό μεταξύ των προφορών διαφορετικών περιοχών. Οι βασιλικές αυλές των Μινγκ και των πρώιμων δυναστείων Τσινγκ λειτουργούσαν χρησιμοποιώντας μια κοινή γλώσσα (την γκουάνχουα) βασισμένη στη διάλεκτο Ναντζίνγκ των μανδαρινικών του κάτω Γιανγκτσέ.
Η επίσημη κινεζική (Κανονική Μανδαρινική), βασισμένη στη διάλεκτο του Πεκίνου των Μανδαρινικών, υιοθετήθηκε τη δεκαετία του 1930 και είναι τώρα επίσημη γλώσσα τόσο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας όσο και της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν), μία από τις τέσσερις επίσημες γλώσσες της Σιγκαπούρης, και μία από τις έξι επίσημες γλώσσες των Ηνωμένων Εθνών. Η γραπτή μορφή, χρησιμοποιώντας τα ιδεογράμματα που είναι γνωστά ως κινεζικοί χαρακτήρες, μοιράζονται εγγράμματοι ομιλητές αμοιβαίως δυσνόητων διαλέκτων. Από τη δεκαετία του 1950, οι απλοποιημένοι κινεζικοί χαρακτήρες προωθούνται για χρήση από την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ενώ η Σιγκαπούρη υιοθέτησε επίσημα απλοποιημένους χαρακτήρες το 1976. Οι παραδοσιακοί χαρακτήρες εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ, το Μακάο και άλλες χώρες με σημαντικές ξένες κινεζόφωνες κοινότητες, όπως η Μαλαισία (η οποία αν και υιοθέτησε απλοποιημένους χαρακτήρες ως ντε φάκτο πρότυπο στη δεκαετία του 1980, οι παραδοσιακοί χαρακτήρες εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ευρέως).
Τα πρώτα γραπτά αρχεία εμφανίστηκαν πριν από πάνω από 3.000 χρόνια κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Σανγκ. Καθώς η γλώσσα εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι διάφορες τοπικές ποικιλίες έγιναν αμοιβαία δυσνόητες. Ως αντίδραση, οι κεντρικές κυβερνήσεις προσπάθησαν επανειλημμένα να διαδώσουν μια ενιαία επίσημη κινεζική γλώσσα.
Εν γένει όλες οι απαντώμενες μορφές της Κινεζικής είναι τονικές και αναλυτικές. Ωστόσο, η Κινεζική διακρίνεται επίσης για το υψηλό επίπεδο εσωτερικής διαφοροποίησης. Η τοπική διαφοροποίηση ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές/διαλέκτους είναι συγκρίσιμη με εκείνη των Ρωμανικών γλωσσών. Αρκετές παραλλαγές της ομιλούμενης Κινεζικής είναι αρκετά διαφορετικές, σε σημείο που ομιλητές μιας διαλέκτου δεν μπορούν να κατανοήσουν ομιλητές κάποιας άλλης. Σήμερα το κινεζικό κράτος προωθεί την διάλεκτο του Πεκίνου (Πουτόνγκχουα) εις βάρος των άλλων κινεζικών διαλέκτων, αν και η καντονέζικη χρησιμοποιείται σημαντικά στο Κουανγκτούνγκ από τις αρχές και ιδιαίτερα στο Χονγκ Κονγκ, αυτόνομη περιοχή της Κίνας. Οι ποικιλίες της κινεζικής γλώσσας συνήθως θεωρούνται από τους φυσικούς ομιλητές ως παραλλαγές μιας και μόνο γλώσσας. Λόγω της έλλειψης αμοιβαίας κατανοητότητάς τους, ωστόσο, ταξινομούνται ως ξεχωριστές γλώσσες σε μια οικογένεια από γλωσσολόγους. Η διερεύνηση των ιστορικών σχέσεων μεταξύ των ποικιλιών της γλώσσας μόλις ξεκινά. Επί του παρόντος, οι περισσότερες ταξινομήσεις ορίζουν 7 έως 13 κύριες περιφερειακές ομάδες με βάση τις φωνητικές εξελίξεις από τη Μέση Κινεζική, από τις οποίες η πιο ομιλούμενη μακράν είναι η Μανδαρινική (με περίπου 800 εκατομμύρια ομιλητές, ή 66%), ακολουθούμενη από τα κινεζικά Μιν (με 75 εκατομμύρια ομιλητές), τα κινεζικά γου (με 74 εκατομμύρια ομιλητές) και τα γιουέ (με 68 εκατομμύρια ομιλητές και κύριο εκπρόσωπο τα καντονέζικα ). Αυτοί οι κλάδοι δεν είναι κατανοητοί μεταξύ τους και πολλές από τις υποομάδες τους είναι μη κατανοητές με τις άλλες ποικιλίες του ίδιου κλάδου (π.χ. βόρεια - νότια Μιν). Υπάρχουν, ωστόσο, μεταβατικές περιοχές όπου ποικιλίες από διαφορετικούς κλάδους μοιράζονται αρκετά χαρακτηριστικά για κάποια περιορισμένη κατανοητότητα, όπως οι διάλεκτοι Νέου Σιανγκ με τα νοτιοδυτικά Μανδαρινικά, τα Γου της Σουαντσόου με τα Μανδαρινικά του Κάτω Γιανγκτσέ, τα Τζιν με τα Μανδαρινικά των Κεντρικών Πεδιάδων και ορισμένες αποκλίνουσες διαλέκτους των Χάκκα με τα Γκαν (αν και αυτά είναι μη κατανοητές με τα κυρίως Χάκκα). Όλες οι ποικιλίες κινέζικων είναι τονικές σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον και είναι σε μεγάλο βαθμό αναλυτικές.
Γενικά η γλώσσα αποτελείται από χαρακτήρες-λέξεις χωρίς μέρη του λόγου (κλιτά ή άκλιτα). Η σημασία μιας λέξης καθορίζεται από το σύνολο των λέξεων μέσα στη φράση. Έτσι η λέξη "τρέχω" μπορεί να σημαίνει έτρεχα, θα τρέξεις, η τρέχουσα, ο δρομέας κ.λ.π. ανάλογα τη θέση της μέσα στη φράση και τις λέξεις που την περιβάλλουν. Η σειρά των λέξεων είναι υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο.
Οι αρχαιότερες κινεζικές γραπτές καταγραφές είναι επιγραφές σε μαντεία δυναστείας των Σανγκ, οι οποίες μπορούν να χρονολογηθούν στο 1250 π.Χ. Οι φωνητικές κατηγορίες των παλαιών κινεζικών μπορούν να ανακατασκευαστούν από τις ρίμες της αρχαίας ποίησης. Κατά την περίοδο των βόρειων και νότιων δυναστειών, η μέση κινεζική πέρασε από αρκετές φθογγικές μεταβολές και χωρίστηκαν σε διάφορες ποικιλίες μετά από παρατεταμένο γεωγραφικό και πολιτικό διαχωρισμό. Το τσιεγιούν, ένα λεξικό, κατέγραψε έναν συμβιβασμό μεταξύ των προφορών διαφορετικών περιοχών. Οι βασιλικές αυλές των Μινγκ και των πρώιμων δυναστείων Τσινγκ λειτουργούσαν χρησιμοποιώντας μια κοινή γλώσσα (την γκουάνχουα) βασισμένη στη διάλεκτο Ναντζίνγκ των μανδαρινικών του κάτω Γιανγκτσέ.
Η επίσημη κινεζική (Κανονική Μανδαρινική), βασισμένη στη διάλεκτο του Πεκίνου των Μανδαρινικών, υιοθετήθηκε τη δεκαετία του 1930 και είναι τώρα επίσημη γλώσσα τόσο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας όσο και της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν), μία από τις τέσσερις επίσημες γλώσσες της Σιγκαπούρης, και μία από τις έξι επίσημες γλώσσες των Ηνωμένων Εθνών. Η γραπτή μορφή, χρησιμοποιώντας τα ιδεογράμματα που είναι γνωστά ως κινεζικοί χαρακτήρες, μοιράζονται εγγράμματοι ομιλητές αμοιβαίως δυσνόητων διαλέκτων. Από τη δεκαετία του 1950, οι απλοποιημένοι κινεζικοί χαρακτήρες προωθούνται για χρήση από την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ενώ η Σιγκαπούρη υιοθέτησε επίσημα απλοποιημένους χαρακτήρες το 1976. Οι παραδοσιακοί χαρακτήρες εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ, το Μακάο και άλλες χώρες με σημαντικές ξένες κινεζόφωνες κοινότητες, όπως η Μαλαισία (η οποία αν και υιοθέτησε απλοποιημένους χαρακτήρες ως ντε φάκτο πρότυπο στη δεκαετία του 1980, οι παραδοσιακοί χαρακτήρες εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ευρέως).
Τα πρώτα γραπτά αρχεία εμφανίστηκαν πριν από πάνω από 3.000 χρόνια κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Σανγκ. Καθώς η γλώσσα εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι διάφορες τοπικές ποικιλίες έγιναν αμοιβαία δυσνόητες. Ως αντίδραση, οι κεντρικές κυβερνήσεις προσπάθησαν επανειλημμένα να διαδώσουν μια ενιαία επίσημη κινεζική γλώσσα.
Χώρα
-
Βιετνάμ
Η ονομασία Βιετνάμ (Βιετναμική προφορά: [viə̀t naːm]) είναι παραλλαγή του "Ναμ Βιέτ" (Κινέζικα: 南越· πινγίν: Nányuè· κυριολεκτικά "Νότιοι Βιέτ"), μία ονομασία που μπορεί να αναχθούν στην δυναστεία Τριέου του 2ου π.Χ. αιώνα. -
Κίνα
Η Κίνα ήταν ένας από τους πρώτους πολιτισμούς του κόσμου. Το κέντρο του πρωτοκινεζικού πολιτισμού ήταν η εύφορη λεκάνη του Κίτρινου Ποταμού στην πεδιάδα της Βόρειας Κίνας. Η Κίνα ήταν μια από τις σημαντικότερες οικονομικές δυνάμεις στις τελευταίες δύο χιλιετίες από τον 1ο έως τον 19ο αιώνα, όταν και προσωρινά εκτοπίστηκε από τη Δύση και την Ιαπωνία. Για χιλιετίες, το πολιτικό σύστημα της Κίνας στηρίχθηκε σε απόλυτες κληρονομικές μοναρχίες ή δυναστείες, ξεκινώντας από την ημιθρυλική δυναστεία Σιά τον 21ο αιώνα π.Χ. Από τότε, η Κίνα επεκτάθηκε, διασπάστηκε και επανενώθηκε πολλές φορές. Τον 3ο αιώνα π.Χ., οι Τσιν επανένωσαν τη Κίνα και ίδρυσαν την πρώτη κινεζική αυτοκρατορία. Η δυναστεία Χαν (206 Π.Χ. – 220 Κ.Χ.) ήταν η δυναστεία στην οποία οι Κινέζοι εφύηραν μερικές αρκετά προηγμένες τεχνολογίες για την εποχή τους, συμπεριλαμβανομένης της χαρτοποιίας και της πυξίδας, ενώ αναπτύχθηκαν παράλληλα οι τομείς της γεωργίας και της ιατρικής. Η εφεύρεση της πυρίτιδας και του κινητού τύπου (προδρόμου της τυπογραφίας) στη δυναστεία των Τανγκ (618–907), αλλά και άλλων εφευρέσεων στη διάδοχη δυναστεία των Βόρειων Σονγκ (960–1127), ολοκλήρωσε τη διαμόρφωση των Τεσσάρων μεγάλων εφευρέσεων. Ο πολιτισμός των Τανγκ εξαπλώθηκε ευρέως στην Ασία, καθώς ο νέος δρόμος του μεταξιού έφερε στη Κίνα εμπόρους από τη Μεσοποταμία και το Κέρας της Αφρικής. Η δυναστεία των Τσινγκ ήταν η τελευταία δυναστεία της Κίνας. Η δυναστεία των Τσινγκ απετέλεσε την εδαφική βάση της σύγχρονης Κίνας, αλλά υπέστη μεγάλες εδαφικές απώλειες εξαιτίας του ξένου ιμπεριαλισμού. Τον 19ο αιώνα η Κίνα έχασε αρκετά εδάφη υπέρ της Ρωσίας και της Ιαπωνίας. -
Μακάου
Επίσημη γλώσσα του Μακάο είναι τόσο η μανδαρινική κινεζική όσο και η πορτογαλική. Επίσης χρησιμοποιείται επίσημα η καντονεζική διάλεκτος της κινεζικής. -
Μαλαισία
Η Μαλαισία έχει τις ρίζες της στα Μαλαϊκά βασίλεια. Τον 18ο αιώνα, τα εν λόγω βασίλεια προσαρτήθηκαν στη Βρετανική Αυτοκρατορία όταν οι Οικισμοί των Στενών έγιναν βρετανικά προτεκτοράτα. Η ηπειρωτική Μαλαισία έγινε η Μαλαϊκή Ένωση το 1946. Η Μαλάγια αναδιαρθρώθηκε ως Ομοσπονδία της Μαλάγιας το 1948 και έγινε ανεξάρτητη στις 31 Αυγούστου 1957. Η Μαλάγια ενώθηκε με το Βόρειο Βόρνεο, το Σαράουακ και τη Σιγκαπούρη στις 16 Σεπτεμβρίου 1963 για να γίνει Μαλαισία. Το 1965, η Σιγκαπούρη αποβλήθηκε από την ομοσπονδία. Η χώρα είναι πολυεθνική και πολυπολιτισμική, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Περίπου το ήμισυ του πληθυσμού είναι εθνοτικοί Μαλαισιανοί, με μεγάλες μειονότητες Μαλαισιανών Κινέζων (η δεύτερη μεγαλύτερη κοινότητα υπερπόντιων Κινέζων στον κόσμο), Μαλαισιανών Ινδών και αυτοχθόνων λαών. Το σύνταγμα παρέχει θρησκευτική ελευθερία, αλλά αναγνωρίζει το Ισλάμ ως την καθιερωμένη θρησκεία του κράτους. Το κυβερνητικό σύστημα βασίζεται στενά στο κοινοβουλευτικό σύστημα Ουεστμίνστερ και το νομικό σύστημα βασίζεται στο κοινό δίκαιο. Ο αρχηγός του κράτους είναι ο βασιλιάς, γνωστός ως Γιάνγκ ντι-Περτουάν Αγκόνγκ. Είναι εκλεγμένος μονάρχης που επιλέγεται από τους κληρονομικούς κυβερνήτες των εννέα Μαλαϊκών πολιτειών ανά πενταετία. Ο επικεφαλής της κυβέρνησης είναι ο πρωθυπουργός. Η επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η Μπαχάσα Μελάγιου, κοινώς γνωστή ως Μαλαϊκή γλώσσα. Τα αγγλικά παραμένουν ενεργή δεύτερη γλώσσα. Το 2017 η επάρκεια στα αγγλικά στη Μαλαισία ήταν η 2η καλύτερη στην Ασία (μετά τη Σιγκαπούρη) και η 13η καλύτερη στον κόσμο. -
Νήσος των Χριστουγέννων
Πρωτεύουσα του νησιού είναι το Φλάινγκ Φις Κόουβ. -
Σιγκαπούρη
Η Σιγκαπούρη ήταν μέχρι το 1965 βρετανική αποικία και έκτοτε είναι μέλος της Κοινοπολιτείας των Εθνών. Ο πληθυσμός της έχει πολυεθνική σύνθεση, καθώς περιλαμβάνει Κινέζους, Μαλαισιανούς, Ταμίλ και Ευρωπαίους. Έχει ισχυρή οικονομία και οι κάτοικοί της απολαμβάνουν υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα και βιοτικό επίπεδο. Το Σύνταγμα της χώρας ορίζει το πολίτευμα ως κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην πράξη όμως ένα και μόνο κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα Δράσης, μονοπωλεί την εξουσία από τότε που η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της. Ο πληθυσμός της, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022, είναι 5.637.000 κάτοικοι. -
Ταϊβάν
Καταλαμβάνει έκταση 36.197 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της είναι 23.375.314 κάτοικοι, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022. -
Χονγκ Κονγκ
Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της Κίνας, η ομώνυμη πόλη μαζί με το Καουλούν και συνδέονται με υποθαλάσσια διπλής κατεύθυνσης σήραγγα. -
Τρίνινταντ και Tομπάγκο
Η χώρα αποτελείται από δύο κύρια νησιά, το Τρινιντάντ και το Τομπάγκο, και 21 μικρότερα νησιά με συνολική επιφάνεια 5.128 τ. χλμ. Σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022 η χώρα έχει πληθυσμό 1.365.805 κατοίκους. -
Βόρειες Μαριάνες Νήσοι
Αντίθετα προς τα άλλα εδάφη του Δυτικού Ειρηνικού, που τελούσαν υπό την κηδεμονία του ΟΗΕ και απέκτησαν την ανεξαρτησία τους το 1987, οι βόρειες Μαριάνες διατήρησαν δεσμούς με τις ΗΠΑ. Ωστόσο οι ντόπιοι πολιτικοί έχουν αρχίσει να αμφισβητούν το νέο καθεστώς. Ενώ η βοήθεια από της ΗΠΑ έφερε ένα κύμα οικονομικής ανάπτυξης κατά τη δεκαετία του 1980, στηριζόταν σε εργατικό δυναμικό μεταναστών που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεπέρασαν αριθμητικά τον ντόπιο πληθυσμό. Επιπλέον, ο τουρισμός επιτάχυνε την παρακμή της υπάρχουσας παραδοσιακής οικονομίας. Ο απερχόμενος Αμερικανός πρόεδρος Τζωρτζ Ου. Μπους ανακοίνωσε στις αρχές του 2009 τη θεσμοθέτηση της μεγαλύτερης προστατευόμενης θαλάσσιας έκτασης του κόσμου σε τρεις απομακρυσμένες περιοχές του Ειρηνικού ωκεανού, ανάμεσα στις οποίες και οι Βόρειες Μαριάνες αλλά και η Τάφρος των Μαριανών. -
Παλάου
Το αρχιπέλαγος είναι επίσης γνωστό με την ονομασία Μαύρα Νησιά. Τα νησιά αυτά είχαν ως πληθυσμό Νέγρους ή Πυγμαίους μέχρι τον 12ο αιώνα. Ο νεότερος πληθυσμός, κρίνοντας από την γλώσσα, προέρχεται από τα νησιά Σούντα, μέρος των Νοτιοδυτικών νησιών, ένα νησί σε απόσταση 600 χιλιομέτρων από το κεντρικό νησί των Παλάου. Ανακαλύφθηκε από τους Ευρωπαίους νωρίτερα από το 1522, όταν το Τρινιντάντ, το πλοίο του Φερδινάρδου Μαγγελάνου, παρατήρησε δύο μικρά νησιά που τα ονόμασε San Juan. Οι Βρετανοί έμποροι έγιναν μόνιμοι επισκέπτες του αρχιπελάγους το 18ου αιώνα και κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα τα νησιά κατέληξαν στην Ισπανία. Εξαιτίας της ήττας των Ισπανών στον Αμερικανο-Ισπανικό πόλεμο, η Ισπανία πούλησε τα Παλάου και το μεγαλύτερο μέρος από τα νησιά Καρολίνα στους Γερμανούς το 1899. Το 1914 ο έλεγχος πέρασε στην Ιαπωνία και κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τα νησιά κατέλαβαν οι ΗΠΑ.