Εβραϊκή γλώσσα

Εβραϊκή γλώσσα
Η εβραϊκή γλώσσα (עִבְרִית ή עברית, ‘Ivrit) είναι σημιτική γλώσσα της αφροασιατικής γλωσσικής οικογένειας (ανήκει στον βορειοδυτικό κλάδο της), η οποία ομιλείται από πλέον των επτά εκατομμυρίων ανθρώπους στο Ισραήλ και στις εβραϊκές κοινότητες ανά τον κόσμο. Στο Ισραήλ αποτελεί την εκ των πραγμάτων επίσημη γλώσσα του κράτους και των ανθρώπων, είναι δε η μία από τις δύο επίσημες γλώσσες (μαζί με την Αραβική) και ομιλείται από τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού.

Ο βασικός πυρήνας της Τανάκ (Tanakh, Εβραϊκής Βίβλου) είναι γραμμένος στην Κλασική Εβραϊκή. Θεωρείται ότι η παρούσα μορφή της διαμορφώθηκε, κατά μεγάλο μέρος, από τη Βιβλική Εβραϊκή που πιστεύεται ότι ευδοκιμούσε κατά τον 6ο αι. π.Χ., την εποχή της εξορίας στη Βαβυλώνα. Για τον λόγο αυτόν, η εβραϊκή γλώσσα από τους αρχαίους καιρούς αποκαλείται συχνά από τους Εβραίους Lĕshôn Ha-Kôdesh (לשון הקודש) «η Ιερή Γλώσσα». Είναι η μοναδική Χαναανική γλώσσα που ομιλείται ακόμα και σήμερα και ένα καλό παράδειγμα αναγέννησης νεκρών γλωσσών.

Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι μετά τον 6ο αι. π.Χ., αφού η Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ και εξόρισε τον πληθυσμό στη Βαβυλώνα και κατόπιν η Περσική αυτοκρατορία τους επέτρεψε να επιστρέψουν, η Βιβλική Εβραϊκή που κυριαρχούσε στις Γραφές έφθασε να αντικατασταθεί στην καθημερινή χρήση από νέες διαλέκτους της Εβραϊκής, καθώς και από κάποια τοπική μορφή της Αραμαϊκής (την οποία θεωρείται ότι μιλούσε αργότερα ο Ιησούς). Μετά την καταστροφή του Δεύτερου Ναού και της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., οπότε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εκτόπισε τον εβραϊκό πληθυσμό της Ιερουσαλήμ και των περιχώρων, το κέντρο της εβραϊκής εγκατάστασης μετατοπίστηκε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. Ως αποτέλεσμα, η Εβραϊκή σταδιακά έπαψε να είναι ομιλουμένη γλώσσα, αλλά διατηρήθηκε ως κατ’ εξοχήν γραπτή γλώσσα. Ως εκ τούτου, επιστολές, συμβόλαια, εμπορικές συμφωνίες, επιστημονικά συγγράμματα, φιλοσοφία, ιατρική, ποίηση και νομικά κείμενα γράφονταν στην Εβραϊκή, στην οποία προσετίθεντο δάνεια και νεόπλαστοι όροι.

Η εβραϊκή γλώσσα, επί μακρόν ανενεργός έξω από το λειτουργικό περιβάλλον του Ιουδαϊσμού, αναβίωσε κατά το τέλος του 19ου αι. από τον Εβραίο γλωσσολόγο Ελιέζερ Μπεν-Γεχούντα (Eliezer Ben-Yehuda) εξαιτίας της ανάπτυξης της σιωνιστικής ιδεολογίας. Ο Μπεν-Γεχούντα ίδρυσε το 1889 στην Ιερουσαλήμ το «Συμβούλιο Εβραϊκής Γλώσσας» με σκοπό την αναβίωση της επί 1700 έτη μη ομιλουμένης πλέον Βιβλικής Εβραϊκής. Εν τέλει, η Εβραϊκή έφθασε μέχρι του σημείου να αντικαταστήσει αρκετές άλλες γλώσσες που μιλούσαν οι Εβραίοι εκείνον τον καιρό, όπως Λαντίνο (Ισπανοεβραϊκή γλώσσα), Γίντις (Γερμανοεβραϊκή γλώσσα), Ρωσική, καθώς και άλλες γλώσσες της Διασποράς.

Παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση, οι διαφορές μεταξύ Αρχαίας και Νέας Εβραϊκής είναι πολύ λιγότερες από αντίστοιχες μεταξύ Αρχαίας και Νέας Ελληνικής, πράγμα αναμενόμενο εφόσον η Ελληνική δεν έπαψε ποτέ να είναι ομιλουμένη γλώσσα. Στο Ισραήλ δεν γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ Αρχαίας και Νέας Εβραϊκής, αλλά χρησιμοποιείται για αμφότερες ο όρος Ιβρίτ (Ivrit). Ο πρώτος πρωθυπουργός του Κράτους του Ισραήλ Νταβίντ Μπεν Γκουριόν είχε σχολιάσει το γεγονός ως εξής: «Αν ο Μωυσής επέστρεφε σήμερα και ζητούσε ένα κομμάτι ψωμί, θα μπορούσε κανείς ευθύς να τον καταλάβει».

Εξαιτίας της μακράς αχρησίας επί αιώνες, η Εβραϊκή δεν διέθετε αρκετές σύγχρονες λέξεις. Αρκετές μεταφέρθηκαν ως νεολογισμοί προερχόμενοι από την Εβραϊκή Βίβλο ή ως δάνεια από άλλες γλώσσες. Η σύγχρονη Εβραϊκή έγινε επίσημη γλώσσα της υπό Βρετανική εντολή Παλαιστίνης (εντολή της Κοινωνίας των Εθνών) το 1921 (μαζί με την Αγγλική και την Αραβική), ενώ το 1948 έγινε επίσημη γλώσσα του νεοσύστατου Κράτους του Ισραήλ.

Ο όρος Εβραϊκή γλώσσα αναφέρεται σε μία από τις διάφορες διαλέκτους της Χαναανικής. Η Εβραϊκή (Ισραήλ) και η Μωαβιτική (Ιορδανία) αποκαλούνται Νότιες Χαναανικές διάλεκτοι, ενώ η Φοινικική (Λίβανος) αποκαλείται Βόρεια Χαναανική διάλεκτος. Η Χαναανική συγγενεύει στενά με την Αραμαϊκή και, σε μικρότερο βαθμό, με τη Νοτιο-Κεντρική Αραβική. Ενώ οι άλλες χαναανικές διάλεκτοι έχουν εκλείψει, η Εβραϊκή επιβίωσε.

Ως ομιλουμένη γλώσσα η Εβραϊκή άκμασε στο Ισραήλ από τον 10 αι. π.Χ. μέχρι λίγο πριν από τη Βυζαντινή περίοδο (3ος ή 4ος αι. μ.Χ.). Κατόπιν η Εβραϊκή παρέμεινε γραπτή γλώσσα ως τη σύγχρονη εποχή, οπότε αναβίωσε ως ομιλουμένη γλώσσα τον 19ο αιώνα.

Η λέξη Εβραϊκά ή εβραϊστί (‘ivrit) δεν χρησιμοποιείται για τη γλώσσα παρά μόνο κατά την ελληνιστική περίοδο. Στη Βίβλο συναντούμε συνήθως τη λέξη yĕhûdît «ιουδαϊστί».

Χώρα
  • Ισραήλ
    Το Κράτος του Ισραήλ (εβραϊκά: מדינת יִשְׂרָאֵל, προφέρεται Μεντινάτ Iσραέλ, αραβικά: دولة اسرائيل, προφέρεται Ντάουλατ Ισραΐλ) είναι ένα μικρό, ανεπτυγμένο, κράτος της Μέσης Ανατολής, με έκταση 20.770 τετρ. χλμ. και πληθυσμό 9.549.600 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022. Ιδρύθηκε το 1948, με σκοπό να μετατραπεί σε εθνική εστία όσων απανταχού Εβραίων επιθυμούν να πολιτογραφηθούν πολίτες του απ΄όπου και αν προέρχονται. Ωστόσο το σύγχρονο κράτος του Ισραήλ διεκδικεί ιστορική συνέχεια με τα αρχαία βιβλικά κράτη του Ισραήλ και της Ιουδαίας, τα οποία έχουν κεντρική θέση στην ιουδαϊκή θρησκεία. Η πλειονότητα των κατοίκων του κράτους είναι Εβραίοι (74,8%), ενώ η μεγαλύτερη μειονότητα είναι Άραβες (20,9%), εκ των οποίων 84% είναι Μουσουλμάνοι, 8% είναι Χριστιανοί διαφόρων δογμάτων και 8% είναι Δρούζοι, που κατοικούν κυρίως στο βορειοανατολικό Ισραήλ, κυρίως στα Υψίπεδα του Γκολάν, κοντά στα σύνορα με τη Συρία. Το υπόλοιπο 4,8% του πληθυσμού, (περίπου 434.000 άτομα) ορίζεται ως "άλλα", συμπεριλαμβανομένων ατόμων εβραϊκής καταγωγής που θεωρούνται μη Εβραίοι με βάση τον ιουδαϊκό θρησκευτικό νόμο και άτομα μη εβραϊκής καταγωγής που είναι μέλη της οικογένειας Εβραίων μεταναστών (κανείς από τους οποίους δεν είναι εγγεγραμμένοι στο Υπουργείο Εσωτερικών ως Εβραίοι), μη Άραβες Χριστιανοί, μη Άραβες Μουσουλμάνοι και όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι, που δεν έχουν ούτε εθνική, ούτε θρησκευτική κατάταξη. Ακόμα και σήμερα υπάρχει ένα σταθερό κύμα μετανάστευσης Εβραίων και εβραϊκής καταγωγής ατόμων προς το Ισραήλ, περίπου 30.000 άτομα το έτος, τόσο από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης όσο και εκτός αυτής.